- ενοποιώ
- unifier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ενοποιώ — ενοποιώ, ενοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενοποιώ — (AM ενοποιῶ, έω) [ἑνοποιός] συνάπτω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα συνενώνω … Dictionary of Greek
ενοποιώ — ενοποίησα, ενοποιήθηκα, ενοποιημένος, μτβ., πολλά τα ενώνω σε ένα, αντικαθιστώ τα πολλά με ένα, συνενώνω: Ενοποιήθηκε η αντιπολίτευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνοποιῶ — ἑνοποιέω combine in one pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἑνοποιέω combine in one pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἑνοποιός combining in one masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνοποιῷ — ἑνοποιός combining in one masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ενίζω — (I) ἐνίζω (AM) [ίζω] (αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.) αρχ. τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι,… … Dictionary of Greek
ενοποίηση — η 1. συνένωση, σύμπτυξη δύο ή πολλών πραγμάτων σε ένα («ενοποίηση υπηρεσιών») 2. (για διάφορες ύλες) ένωση σ ένα συμπαγές σύνολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοποιώ. Η λ. ενοποίησις μαρτυρείται στον Π. Βράιλα] … Dictionary of Greek
συγχωνεύω — ΝΑ [χωνεύω] συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω νευμένου», Πλούτ.) νεοελλ. ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του») αρχ. (στην… … Dictionary of Greek
ταυτοποιώ — ταυτοποιώ, έω, ΝΜΑ [ταὐτοποιός] νεοελλ. ταυτίζω μσν. ενοποιώ, ενώνω αρχ. 1. κάνω το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλον 2. πραγματοποιώ κάτι ως εκπρόσωπος, ως πληρεξούσιος ενός προσώπου ή μιας αρχής, κάνω ακριβώς εκείνο για το οποίο είχα σταλεί … Dictionary of Greek